- μεγαλωστί
- μεγαλωστί: μέγας μεγαλωστί, ‘great in his (thy) greatness,’ of a stately form prostrate upon the earth, Il. 16.776, Il. 18.26, Od. 24.40.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μεγαλωστί — (Α) επίρρ. 1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά 2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά 3. τεράστια, πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί] … Dictionary of Greek
μεγαλωστί — far and wide epic ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
ταχεωστί — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) ταχέως, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ταχέως + επιρρμ. κατάλ. τί, κατά το μεγαλωστί] … Dictionary of Greek